πρωτοθρόνιος

πρωτόθρονος

πρωτόθροος-ους
πρωτό·θρονος, ος, ον, qui siège à la première place, Call. Dian. 228 ; Col. 153 ; Nonn. D. 8, 166 ; Jo. 11, 190.
Étym. πρ. θρόνος.