πρωτόθρονος

πρωτόθροος-ους

πρωτόθρων
πρωτό·θροος-ους, οος-ους, οον-ουν, qui se fait entendre le premier ou pour la première fois, Nonn. Jo. 3, 26, etc.
Étym. πρ. θρέομαι.