ψάμμα

ψαμμακοσιογάργαρα

ψαμμακόσιοι
ψαμμακοσιο·γάργαρα, ων (τὰ) [μᾰ, ᾰρα] foule innombrable comme les grains de sable de la mer, Ar. Ach. 3.
Étym. ψαμμακόσιοι, γάργαρα.