ψαμμακοσιογάργαρα

ψαμμακόσιοι

ψάμμη
ψαμμακόσιοι, αι, α [μᾰ] aussi nombreux que les grains de sable de la mer, Eup. 286 Kock ; cf. Ath. 230c.
Étym. ψάμμος, -κοσιοι ; cf. πεντακόσιοι, ἑξακόσιοι.