ψιλοκιθαριστής

ψιλοκιθαριστική

ψιλοκορρέω-ῶ
ψιλοκιθαριστική, ῆς () s. e. τέχνη [ῑῐᾰ] art de jouer de la lyre sans accompagnement de voix, Philoch. 66 (Ath. 637f).
Étym. ψιλοκιθαριστής.