ψιλόδαπις

ψιλοκιθαριστής

ψιλοκιθαριστική
ψιλο·κιθαριστής, οῦ () [ῑῐᾰ] qui joue de la lyre sans accompagnement de voix, Ath. 452f ; Charès (Ath. 538e) ; Suét. Domit. 4 ; cf. ψιλὸς κιθαριστής, Ath. 638a.
Étym. ψιλός, κ.