ψιμύθιον

ψιμυθιοφανής

ψιμυθιόω-ῶ
ψιμυθιο·φανής, ής, ές, gén. εως [ῐῡᾰ] qui a l’aspect du blanc de céruse, Diosc. 5, 97.
Étym. ψιμύθιον, φαίνω.