ψυχορραγία

ψυχορροφέω-ῶ

ψῦχος
ψυχο·ρροφέω-ῶ [] boire (du vin) frais ou rafraîchi, Plat. com. 2-2, 694, 58 Mein.
Étym. ψῦχος, ῥοφέω.