ψηφομαντεία

ψηφοπαικτέω-ῶ

ψηφοπαίκτης
ψηφοπαικτέω-ῶ, escamoter, faire des tours de prestidigitation, Artém. 3, 56 ; fig. avec un acc. Lys. fr. 7.
Étym. ψηφοπαίκτης.