ψηφοπαικτέω-ῶ

ψηφοπαίκτης

ψηφοπεριϐομϐήτρια
ψηφο·παίκτης, ου () escamoteur, prestidigitateur, Eudoxe com. 4, 508 Meineke ; Alciphr. 3, 20 ; Sext. p. 116, 29 ; 682, 24.
Étym. ψῆφος, παίζω.