Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πτεροϐάμων
πτεροδόνητος
πτεροδρομία
πτερο·δόνητος,
ος, ον,
qui agite les ailes,
Ar.
Av.
1390, 1402
.
Étym.
πτ. δονέω
.