Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πτεροδόνητος
πτεροδρομία
πτεροείμων
πτερο·δρομία,
ας
(
ἡ
) course ailée,
c. à d.
vol
ou
élan impétueux,
Anth.
7, 699
.
Étym.
πτ. δρόμος
.