Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πτεροδρομία
πτεροείμων
πτερόεις
πτερο·είμων,
ονος
(
ὁ, ἡ
) couvert de plumes, ailé,
Opp.
C.
2, 190
.
Étym.
πτ. εἷμα
.