πτεροφόρος

πτεροφυέω-ῶ

πτεροφυής
πτεροφυέω-ῶ, devenir ailé, Plat. Phædr. 251c, 255d ; Plut. M. 751f ; Luc. Ic. 10.
Étym. πτεροφυής.