Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πτερυγοειδής
πτερυγοειδῶς
πτερυγοτόμος
πτερυγοειδῶς
[
ῠ
]
adv.
en forme d’aile,
Th.
H.P.
3, 12, 7
.
Étym.
πτερυγοειδής
.