Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πτερυγοειδῶς
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγο·τόμος,
ου
(
ὁ
) [
ῠ
] instrument pour l’opération de la cataracte (
v.
πτερύγιον
)
P. Eg.
6, 18
.
Étym.
πτέρυξ, τέμνω
.