Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πτερυγοτόμος
πτερυγοφόρος
πτερυγόω-ῶ
πτερυγο·φόρος,
ος, ον
[
ῠ
] qui porte des ailes, ailé,
Ar.
Av.
1757
.
Étym.
πτ. φέρω
.