πτωτός

πτωχαλαζών

πτωχεία
πτωχ·αλαζών, όνος (ὁ, ἡ) [ᾰλ] gueux, vantard, Phryn. com. 2-1, 584 Mein. ; Ath. 230c.
Étym. πτωχός, ἀλαζών.