πτωχοτροφεῖον

πτωχοτροφέω-ῶ

πτωχοτροφία
πτωχοτροφέω-ῶ, nourrir les mendiants, les pauvres, Naz. 3, 352, 1113 Migne.
Étym. πτωχοτρόφος.