πτωχοτροφέω-ῶ

πτωχοτροφία

πτωχοτρόφος
πτωχοτροφία, ας () action de nourrir les mendiants, les pauvres, Bas. 4, 592 ; Naz. 2, 505, etc. edd. Migne.
Étym. πτωχοτρόφος.