Πυκιμήδη

πυκιμήδης

πυκινά
πυκι·μήδης, ης, ες ou πυκι·μηδής, ής, ές [ῠῐ] prudent, sage, Od. 1, 438 ; Hh. Cer. 153 (πύκα, μῆδος 1).