πυρπαλαμάομαι-ῶμαι

πυρπάλαμος

πυρπνέων
πυρ·πάλαμος, ος, ον [ᾰᾰ] forgé au feu, Pd. O. 10, 96.
Étym. πῦρ, παλάμη.