πυρόω-ῶ

πυρπαλαμάομαι-ῶμαι

πυρπάλαμος
πυρπαλαμάομαι-ῶμαι, c. κακοτεχνέω, Eust. Il. 513, 30.
Étym. πυρπάλαμος.