Πυρρικός

πυρριχαϊκός

πυρρίχη
πυρριχαϊκός, ή, όν [ῐχ] composé de pyrrhiques, t. de pros. Héph. 8, 11 ; Arcad. 140, 19 (πυρρίχη ; pour la format. cf. τροχαϊκός) ; cf. πυρρίχιος.