Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πυρριχίζω
πυρριχιοανάπαιστος
πυρρίχιος
πυρριχιο·ανάπαιστος,
ου
(
ὁ
) [
ῐχᾰᾰ
] mètre composé de pyrrhiques et d’anapestes,
Diom.
481, 18
.
Étym.
πυρρίχιος, ἀνάπαιστος
.