πυρριχίαμϐος

πυρριχίζω

πυρριχιοανάπαιστος
πυρριχίζω [ῐχ] danser la pyrrhique, Arstt. fr. 476 ; Plut. M. 554b ; Luc. D. deor. 8, 1.
Étym. πυρρίχη.