Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πυρρίχιος
πυρριχισμός
πυρριχιστής
πυρριχισμός,
οῦ
(
ὁ
) [
ῐχ
]
c.
πυρρίχη,
Jos.
A.J.
1, 14, 19
.
Étym.
πυρριχίζω
.