Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
πυρριχισμός
πυρριχιστής
πύρριχος
πυρριχιστής,
οῦ
(
ὁ
) [
ῐχ
] qui danse la pyrrhique,
Lys.
161, 37 ;
Is.
54, 30
.
Étym.
πυρριχίζω
.