Πηλουσιώτης

πηλοφορέω-ῶ

πηλόχυτος
πηλοφορέω-ῶ, porter du mortier, être manœuvre, Ar. Av. 1142, etc. (πηλοφόρος, qui porte du mortier, Poll. 7, 130, de πηλός, φέρω).