ῥαϐδοδίαιτος

ῥαϐδοειδής

ῥαϐδομαχία
ῥαϐδο·ειδής, ής, ές, en forme de baguette, Geop. 12, 37 ; Hippiatr. 228, 18.
Étym. ῥ. εἶδος.