ῥαϐδοειδής

ῥαϐδομαχία

ῥαϐδονομέω-ῶ
ῥαϐδο·μαχία, ας () [μᾰ] combat au moyen de baguettes, Plut. Alex. 4.
Étym. ῥ. μάχομαι.