ῥακιοσυρραπτάδης

ῥακοδυτέω-ῶ

ῥακοδύτης
ῥακοδυτέω-ῶ [ᾰῠ] être couvert de haillons, Orig. 3, 346c.
Étym. ῥακόδυτος.