ῥάκιον

ῥακιοσυρραπτάδης

ῥακοδυτέω-ῶ
ῥακιο·συρραπτάδης, ου () [ᾰκᾰδ] rapetasseur ou ravaudeur de loques, Ar. Ran. 842.
Étym. ῥάκιον, συρράπτω.