ῥαφιδευτικός

ῥαφιδευτός

ῥάφιον
ῥαφιδευτός, ή, όν [ᾰῐ ] cousu, Spt. Ex. 37, 21.
Étym. vb. de *ῥαφιδεύω de ῥαφίς.