ῥαφιδευτής

ῥαφιδευτικός

ῥαφιδευτός
ῥαφιδευτικός, ή, όν [ᾰῐδ] qui concerne l’art de coudre ou le métier de tailleur, Chrys.
Étym. *ῥαφιδεύω de ῥαφίς.