ῥαφιδεύς

ῥαφιδευτής

ῥαφιδευτικός
ῥαφιδευτής, οῦ () [ᾰῐ ] tailleur ou brodeur, Spt. Ex. 27, 16.
Étym. *ῥαφιδεύω de ῥαφίς.