Ῥοδογούνη

ῥοδοδάκτυλος

ῥοδοδάφνη
ῥοδο·δάκτυλος, ος, ον [] aux doigts de roses, ép. d’Éos, Il. 6, 175 ; Od. 2, 1 ; d’Aphroditè, Col. 98.
Étym. ῥόδον, δ.