ῥοδοδάκτυλος

ῥοδοδάφνη

ῥοδόδενδρον
ῥοδο·δάφνη, ης () laurier-rose, arbrisseau, Diosc. 4, 82 ; Luc. As. 17.
Étym. ῥ. δάφνη.