ῥοδόπηχυς

ῥοδόπνοος-ους

ῥοδόπυγος
ῥοδό·πνοος-ους, οος-ους, οον-ουν, au parfum de rose, Ephipp. 26 Kock (Ath. 48c) (ῥ. πνέω).