ῥυτήρ

ῥυτιδόφλοιος

ῥυτιδόω-ῶ
ῥυτιδό·φλοιος, ος, ον [ῠῐ ] à la peau (litt. à l’écorce) ridée, Anth. 6, 22.
Étym. ῥυτίς, φλοιός.