ῥυτιδόω-ῶ

ῥυτιδώδης

ῥυτίδωσις
ῥυτιδώδης, ης, ες [ῠῐ ] qui a comme des rides, ridé, Hpc. Prorrh. 105 ; Arstt. Physiogn. 3, 1 ||
Cp. -έστερος, Th. H.P. 4, 6, 6.
Étym. ῥυτίς, -ωδης.