Ῥῆνος

ῥηνοφορεύς

ῥηξηνορία
ῥηνο·φορεύς, έως, adj. m. vêtu d’une peau d’agneau, ép. de Dionysos, Anth. 9, 524, 18.
Étym. ῥήν, φέρω.