ῥηνοφορεύς

ῥηξηνορία

ῥηξήνωρ
*ῥηξηνορία, ion. ῥηξηνορίη, ης () valeur du guerrier qui rompt les rangs ennemis, Od. 14, 217.
Étym. ῥηξήνωρ.