ῥῶ

ῥωϐικός

ῥωγαλέος
ῥωϐικός, ή, όν (seul. cp. -ώτερος) incapable de prononcer le ρ, DL. 2, 108 ; cf. ῥωποπερπερήθρα.
Étym. ῥῶ.