ῥώπιον

ῥωπογραφία

ῥωποπερπερήθρα
ῥωπο·γραφία, ας () [ᾰφ] peinture de menus objets, particul. de paysages, Cic. Att. 15, 16.
Étym. ῥῶπος, γράφω.