ῥωπογραφία

ῥωποπερπερήθρα

ῥωποπώλης
ῥωπο·περπερήθρα, ας () langue de commère, c. à d. bavard, qui parle à tort et à travers, Com. (Plut. Dem. 9) ; DL. 2, 108.
Étym. ῥῶπος, πέρπερος.