ῥωποπερπερήθρα

ῥωποπώλης

ῥῶπος
ῥωπο·πώλης, ου () marchand de menus objets, brocanteur, Spt. 3 Reg. 10, 15 ; Neh. 3, 31 et 32.
Étym. ῥῶπος, πωλέω.