σαϐϐατικός

σαϐϐατισμός

σάϐϐατον
σαϐϐατισμός, οῦ () [ϐᾰ] célébration du sabbat, Plut. M. 166a ; NT. Hebr. 4, 9.
Étym. σαϐϐατίζω.