σαϐϐατίζω

σαϐϐατικός

σαϐϐατισμός
σαϐϐατικός, ή, όν [ϐᾰ]
1 qui concerne le sabbat, sabbatique, Jos. A.J. 14, 10, 6 ||
2 qui concerne un Juif, Anth. 5, 160.
Étym. σάϐϐατον.