σαϐϐατεῖον

σαϐϐατίζω

σαϐϐατικός
σαϐϐατίζω (f. ίσω ou ιῶ, ao. ἐσαϐϐάτισα, pf. σεσαϐϐάτικα) [ϐᾰ] célébrer le sabbat, Spt. Ex. 16, 30 ; 2 Par. 36, 21 ; 1 Esdr. 1, 58.
Étym. σάϐϐατον.